- φαιοχίτων
- -ωνος, ο, η, ΝΑ, και φαιοχίτωνας, ο, Ναυτός που φορεί φαιόχρωμο χιτώνανεοελλ.(το αρσ. στον πληθ.) οι φαιοχίτωνεςτα μέλη τού γερμανικού ναζιστικού κόμματος τού Χίτλερ, που ονομάστηκαν έτσι από το χρώμα τής στολής τους.[ΕΤΥΜΟΛ. < φαιός + -χίτων (< χιτών, -ῶνος), πρβλ. ξανθο-χίτων).
Dictionary of Greek. 2013.